- συνανίσχω
- Α1. συνανέχω*2. (για ποταμό) πηγάζω μαζί με άλλον.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἀνίσχω, άλλος τ. τού ἀνέχω «σηκώνω, κρατώ κάτι ψηλά»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ίσχω — ἴσχω (Α) 1. εμποδίζω, περιορίζω, συγκρατώ, βαστώ («μηδὲν ἡμᾱς ἰσχέτω», Αριστοφ.) 2. (ενεργ. και μέσ.) κρατώ τον εαυτό μου, συγκρατούμαι, στέκομαι (α. «ἴσχε, μὴ φοβοῡ», Αισχύλ. β. «ἴσχεσθ Ἀργεῑοι, μὴ φεύγετε», Ομ. Οδ.) 3. απομακρύνομαι 4. παθ.… … Dictionary of Greek